ησυχια

ησυχια
    ἡσυχία
    ἡσῠχία
    ион. ἡσυχίη, дор. ἁσυχία (ᾱς) ἥ
    1) спокойствие, покой
    

(τῆς Ἡσυχίας ἐυάμερον πρόσωπον Arph.)

    μεθ΄ ἡσυχίας Eur., ἐφ΄ ἡσυχιας Arph., καθ΄ ἡσυχίαν Xen., Arst. — спокойно, тихо, мирно;
    ἡσυχίαν ἄγειν, δι΄ ἡσυχίης εἶναι и ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν ἑαυτόν Her. — оставаться спокойным, ничего не предпринимать;
    κατ΄ ἡσυχίην πολλήν Her. — совершенно спокойно;
    ἡσυχίαν πρός τινα ἔχειν Lys. — не беспокоить (оставить в покое) кого-л.;
    ἥ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡ. Dem. — спокойствие, которое дает мир

    2) отдых, отдохновение, освобождение, прекращение
    

(ἡ. τῆς πολιορκίης Her.)

    τῶν ἑαυτοῦ κινήσεων ἡσυχίαν ἄγειν Plat. — перестать двигаться

    3) тишина, молчание
    

τί ποθ΄ ἡ. πρόθεν μελάθρων ; Eur. — что за безмолвие перед домом (Адмета)?;

    ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν τι Her. — хранить молчание о чем-л.

    4) мир, мирное время
    

οἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ ἐθεράπευον, ἡμεῖς δὲ ἐκείνους ἐν τῇ ἡσυχίᾳ τὸ αὐτὸ ἐποιοῦμεν Thuc. — они (афиняне) хорошо относились к нам во время войны, а мы поступали так же в отношении их в мирное время

    5) безлюдное место, уединение
    

(εἰς ἡσυχίαν ἐξελθεῖν Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "ησυχια" в других словарях:

  • ἡσυχία — ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc/acc dual ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσυχία — Ἡσυχίᾱ , Ἡσυχία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσυχίᾳ — Ἡσυχίᾱͅ , Ἡσυχία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσύχια — Ἡσυχία fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… …   Dictionary of Greek

  • ησυχία — η 1. ηρεμία: Ησυχία της νύχτας. 2. έλλειψη θορύβων, σιγή: Επικρατεί απόλυτη ησυχία μέσα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος. 3. ψυχική ηρεμία: Κοντά του βρήκε την ησυχία της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡσυχίᾳ — ἡσυχίαι , ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσύχια — ἡσύχιος still neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσυχίας — Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem acc pl Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχίας — ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem acc pl ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχίαι — ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»